αλοχεύω

αλοχεύω
[αλόχη]
πικραίνω, φαρμακώνω
«κακιά οπού μ’ αλόχεψες στα φύλλα τής καρδιάς μου» (Δημοτικό).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αλόχη — η δηλητήριο, φαρμάκι (σε κατάρες) «αλόχη να τού γένει» ή «κακή αλόχη» (για λαίμαργο άνθρωπο). [ΕΤΥΜΟΛ. < αλόη (από την πικρή γεύση τού χυμού τής αλόης) ΠΑΡ. νεοελλ. αλοχεύω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”